Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δίαιτα ἀκριβὴς καὶ κατησκημένη

См. также в других словарях:

  • κατασκώ — κατασκῶ, έω (Α) 1. εξασκώ πάρα πολύ, συστηματικά 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κατησκημένος, η , ον αυτός που έχει επιτευχθεί μετά από επίπονη και συστηματική άσκηση (α. «ἀκριβὴς καὶ κατησκημένη δίαιτα», Πλούτ. β. «κατησκημένος τὸν βίον», Μέγ. Βασίλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»