-
1 κατ-ασκέω
κατ-ασκέω, verstärktes simplex, Sp., δίαιτα ἀκριβὴς καὶ κατησκημένη Plut. Ages. 33.
См. также в других словарях:
κατασκώ — κατασκῶ, έω (Α) 1. εξασκώ πάρα πολύ, συστηματικά 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κατησκημένος, η , ον αυτός που έχει επιτευχθεί μετά από επίπονη και συστηματική άσκηση (α. «ἀκριβὴς καὶ κατησκημένη δίαιτα», Πλούτ. β. «κατησκημένος τὸν βίον», Μέγ. Βασίλ.) … Dictionary of Greek